ἡμίανδρος

ἡμίανδρος
ἡμίανδρος
half-man
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ημίανδρος — ἡμίανδρος, ό (AM) αυτός που είναι κατά το ήμισυ άντρας, ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ανδρος (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. άν ανδρος, φίλ ανδρος] …   Dictionary of Greek

  • ἡμίανδρον — ἡμίανδρος half man masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνανδρος — η, ο (Α ἄνανδρος, ον) 1. (για ανθρώπους) ο μη ανδρείος, δειλός, άτολμος 2. (για πράγματα) αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα αρχ. 1. αυτός που δεν διαθέτει άνδρες, ο δίχως άνδρες 2. (για γυναίκες) αυτή που δεν έχει σύζυγο, ανύπανδρη ή χήρα 3. το ουδ …   Dictionary of Greek

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιάνδριον — ἡμιάνδριον, το (Μ) (ως υβριστικός λόγος) υποκορ. τού ἡμίανδρος …   Dictionary of Greek

  • ημιάνωρ — ἡμιάνωρ, ὁ (Α) ημίανδρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + άνωρ (< ανήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”